αναδιαρρύθμιση

αναδιαρρύθμιση
η
η εκ νέου διαρρύθμιση, τακτοποίηση, οργάνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγιο σύνθ. < ανα-* + διαρρύθμιση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαλάρωση — Όρος της οικονομολογίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ανακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας που προκαλείται από πρόσκαιρη ανισορροπία μεταξύ των βασικών παραγόντων του οικονομικού συστήματος. Η χ. παρατηρείται συνήθως όταν η παραγωγή, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”